Η επιλογή του θέματος έγινε από τον θεωρητικό-ιστορικό αναλυτή ,κριτικό τέχνης κο ΛΕΟΝΤΙΟ ΠΕΤΜΕΖΑ.
Η ποιητική συλλογή του Κώστα Ευαγγελάτου «Η Ελεγεία των Εκβατάνων», εκ. Απόπειρα, με ξάφνιασε ευχάριστα. Είναι τόσο δυνατή η ποίηση του, τόσο αποστομωτικά ειλικρινής, τόσο αληθινή. Η ποιητική του έκφραση, που θα προσεγγίσουμε, αποτελεί άλλη μια ευαίσθητη πτυχή της καλλιτεχνικής υπόστασης του. Ποίηση με πυκνά και μεστά νοήματα, με έντονο ρυθμό, εντονότατες εικόνες, βαθύτατη ενδοσκόπηση, εκφραστικότατα μηνύματα και μέτρο όπως και τα εικαστικά έργα του που προσφέρουν ψυχική ανάταση.
Ας ξεκινήσουμε από την επιλογή του τίτλου προσπαθώντας να αντιληφθούμε τι ώθησε τον καλλιτέχνη σε αυτή την διαδρομή.
Πολύ επιτυχημένα, ο ποιητής χαρακτηρίζει τα ποιήματά του Ελεγείες, δηλαδή προτάσεις μικρές, περιεκτικές. Αρχικά ο όρος ελεγεία εκ του «έλεγος» σήμαινε θρησκευτικό άσμα σε μορφή δίστιχου ποιήματος.
Οι αρχαίοι Έλληνες διαχώριζαν τις ελεγείες, σύμφωνα με τα θέματα τους, σε: Πολεμικές ελεγείες, που θα ονομάζαμε και θούριους, ελεγείες αγάπης, ελεγείες λύπης, διδακτικές ελεγείες, με τις οποίες μεταδίδονταν φιλοσοφικές ιδέες, σοφιστικές ελεγείες, που περιείχαν αποφθέγματα, θριαμβικές ελεγείες με έντονο πολιτικό χαρακτήρα και πολλά άλλα είδη.
Ο ποιητής μας αναφέρει επίσης στον τίτλο του, μια ιστορική πόλη, τα Εκβάτανα, την οποία ο Μέγας Αλέξανδρος επισκέφθηκε δύο φορές και βρήκε μεγάλο θησαυρό. Το χαρακτηριστικότερο σημείο της πόλης ήταν η επτάτειχη κυκλική οχύρωση της ακρόπολής της, μοναδική στην αρχαιότητα, συνολικού περιμετρικού μήκους περίπου ίδιου με τα τείχη της αρχαίας Αθήνας. Συγκεκριμένα η ακρόπολη ήταν κτισμένη σε λόφο και την περιέβαλαν επτά κυκλικά επάλληλα τείχη ανυψούμενα από έξω προς τα μέσα βαμμένα με την ακόλουθη σειρά χρωμάτων: λευκό, μαύρο, πορφυρό, μπλε, πορτοκαλί, αργυρό, και χρυσό. Η έντονη εναλλαγή αυτή των χρωμάτων των τειχών καθιστούσαν αυτά ορατά από μεγάλη απόσταση δίνοντάς τους μια ιδιαίτερη αίγλη.
Ο Ευαγγελάτος, καλλιτέχνης, ζωγράφος και ποιητής, χρωματίζει με τα ίδια χρώματα το ποίημά του, όπως και τον καμβά του, στην ποιητική συλλογή χρησιμοποιεί υπέροχα σχέδια του ιδίου για να τονίσουν τους στοίχους του και βέβαια εκφράζεται μέσω της σύγχρονης έννοιας της ελεγείας, δηλαδή το καλλιτεχνικό δημιούργημα με λυρικό και θρηνητικό ύφος. Προχωράει ενώνοντας σπονδυλωτά όλες αυτές τις μικρές συνθέσεις σε μια μεγαλύτερη. Δομεί έναν οργανισμό με σπονδύλους τις ελεγείες. Το σύνολο αυτό, η ζωή που δημιουργεί, ορθώνει μια τραγική κραυγή για ζωή μέσα από έναν θεατρικό μονόλογο. Αναπτύσσει αυτόν τον μονόλογο μέσα από ελεγείες, δίστιχα, τρίστιχα, τετράστιχα και άλλοτε μεγαλύτερα ποιήματα, σκέψεις σε συμπυκνωμένη μορφή, διαμαρτυρίες που ρέουν. Αποδομεί τα Εκβάτανα, περιγράφοντας την ζωή. Βρίσκει τον θησαυρό , την φλόγα, που βρίσκεται μέσα στα τείχη και προσπαθεί να βγει να τον μοιράσει στον κόσμο, ως άλλος Προμηθέας.
Το παιχνίδι της ζωής με τον θάνατο, τον μοναδικό αυτό κύκλο με την ενυπάρχουσα μνήμη, αφηγείται ο ποιητής.
«Δεήθηκες εκ γενετής
για τη συνάντησή μας
στους άφθαρτους αρχαγγέλους της σκέψης
στο πνεύμα της αφής και της αγάπης
τους ζήτησες τη διδαχή – εμφύτευμα ζωής.»
«Ανθίζουν φλόγες στη Νεκρόπολη.
Χιονίζει η μελλοντική αυγή
όψεις ζωής που δε θα δούμε.»
Ο Κώστας Ευαγγελάτος τονίζει την μοναχικότητα του καλλιτέχνη που μεταφέρει «εκ – φραστικά» τον λόγο του και την διάνοιά του, μέσα από τον προσωπικό του εξπρεσιονισμό παραθέτοντας δυναμικά σύμβολα και τα αντίθετά τους, θέσεις και αντιθέσεις ζωής, μεταφορές, αλληγορίες και αλήθειες, κραυγές και ψίθυρους με στόχο την αναζήτηση και την κατάκτηση της ελευθερίας.
Θα συμφωνήσω με την κριτική του Λεόντιου Πετμεζά πως ο ποιητής «Μεταφέρει συναισθήματα υπαρξιακής αγωνίας από τα μονοπάτια του πολιτισμένου κόσμου όπου όμως υπάρχει σεβασμός στην ανθρώπινη οντότητα.»
Χρησιμοποιώντας στην ίδια φράση την θέση και την αντίθεση της, ο Ευαγγελάτος συνθέτει μια δομεί μια δυνατή θεατρική αφήγηση – σκέψη – κραυγή, σα σπονδυλωτό μονόπρακτο, η οποία περνά από την επιφάνεια και την ενδελεχή παρατήρηση της ανθρώπινης κατάστασης, σε βαθύτερα στρώματα του νου, «Στο δώμα της υπόγειας ζωής…» για να καταλήξει στην απελευθέρωση μετά από μια δυνατή κραυγή ελευθερίας.
Ξεκινά λοιπόν ο ποιητής του εικοστού πρώτου αιώνα, του αιώνα της πάλης του ανθρώπου με την μηχανή που ο ίδιος κατασκεύασε, με την παρατήρηση και την γεύση της μοναξιάς και του αποχαιρετισμού, γράφοντας διαθήκη, «με την δροσιά του πρωινού». Η αντίφαση αυτή συνοδεύει όλο το ποίημα, όλη την ζωή του ανθρώπου που είναι το ποίημα μιας μεγαλύτερης δύναμης. Σταθμίζει τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές της ζωής, προσπαθώντας να «ισορροπήσει» το παράλογο της ζωής και το αλλόκοτο που προκαλείται από την έλλειψη επικοινωνίας.
«Προσμένεις κάτι ατόφιο να τυλίξει
την ακατέργαστη μορφή που σε ναρκώνει[…]»
[…] Η λογική σου άχρηστη
στο γρίφο της ελπίδας.
Γερνάς και γέρνεις
στο κενό του τεχνικού αιώνα […]»
Ζωή γεμάτη αντιφάσεις, που τις δημιουργούν από την μια πλευρά η «υπερηφάνεια» του δημιουργού απέναντι στα δημιουργήματά του και από την άλλη πλευρά, το δέος και ο φόβος απέναντι στα δημιουργήματα αυτά. Ο φόβος αυτός τον υποδαυλίζει, σχεδόν υποσυνείδητα.
«Πλίνθοι της Παλαιστίνης
λίθοι της Ιερουσαλήμ
ίπτανται στις TV οθόνες.
Πόλεις αποστειρώνονται
με δάκρυα και αίμα. […]»
Η συνείδηση του καλλιτέχνη εκφράζεται μέσα από την ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω του πολύμορφου συνόλου των ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών.
Σε δεύτερο επίπεδο, ο Ευαγγελάτος χρησιμοποιεί την τέχνη ως έκφανση της αισθητικής μορφής της κοινωνικής συνείδησης. Αναφέρεται στην αισθητική του συνείδηση, δηλαδή στην θέση και την σημασία αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης μέσα στην ίδια την κοινωνία ως σύστημα. Οι κοινωνικές σχέσεις του ποιητή φιλτράρονται μέσω αισθητηριακών παρατηρήσεων και συγκρίσεων σε βαθμό που συνιστούν αντανάκλαση της ουσίας, της νομοτέλειας, μέσω του αισθητηριακού ισοδύναμού του. Η ουσία και η νομοτέλεια εκφράζονται με τον τρόπο που τους αρμόζει στη νόηση.
Υμνείται η ψυχική και η ηθική δύναμη να νικηθούν τα σκοτάδια μέσω της πάλης των αντιθέτων. Στην αισθητική διαρχία ο ποιητής διακρίνει την αντίθεση ωραίου και άσχημου, στην ηθική διαρχία κινείται στην αντίθεση του αγαθού και του κακού, στη λογική διαρχία βρίσκει τις αντίθετες έννοιες και στην νοητική διαρχία αποτυπώνει τη θεωρία που ερμηνεύει τον κόσμο με βάση δύο ανταγωνιστικές αρχές ή δυνάμεις, το αγαθό και το κακό.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η αισθητική αυτή συνείδηση του Κώστα Ευαγγελάτου χρησιμοποιεί σαν όχημα την ποίηση για να δώσει στην έκφρασή του αισθητική φόρμα η οποία αφορά στις σχέσεις, στην μορφή, στις δομές της φύσης και της κοινωνικής πρακτικής. Το μέσον της έκφρασης αυτής είναι η παράλληλη έκφραση των αντιθέτων δηλαδή της αρμονίας και της δυσαρμονίας, της συμμετρίας και της ασυμμετρίας, του ρυθμού, του μέτρου. Η αναζήτηση ισορροπίας, «χρυσής τομής» συνιστά χαρακτηριστικό σημείο τομής δομών – μορφών της φύσης, της κοινωνίας, της τεχνικής, της τέχνης και της ανθρώπινης πρόσληψης.
Τέλος, ο ποιητής στο τρίτο επίπεδο αναλύει την γνώση και τις νοητικές μορφές της: την διάνοια και τον Λόγο. Το ταξίδι του αυτό καταλήγει στον νου, την βαθιά ενδοσκόπηση του ποιητή που λέει χαρακτηριστικά:
«Ο νούς – ναός και νάμα
γεννάει δίκτυο ανατροπής
κεντρίζει με την γλώσσα της αλήθειας
και θάβει τα ευρήματα της γνώσης.»
«Στο δύσβατο κενό του χρόνου
ταυτίζεται η μυστική γραφή
κάθε παράλληλης αλήθειας.»
«Αντιστασιακή ωδή στον θάνατο
η γλώσσα της σκέψης προυπάρχει»
Η νοητική εγρήγορση του ποιητή αναζητά την λύτρωση μέσα από την αλήθεια, το αντίθετο της λήθης και της λησμονιάς, αναζητά την λύτρωση που οδηγεί στην ελευθερία του νου και στην έννοια της ανακύκλωσης, με ο,τι αρνητικό συνεπακόλουθο για το σαρκίο θα μπορούσε να προκύψει.
Η Μαρία Ματάλα είναι Δρ. Γαλλικής και Ελληνικής Φιλολογίας ,Εικαστικός- Κριτικός Τέχνης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου